- διαθραύω
- δια-θραύω,A break in small pieces, in [voice] Pass., Pl.Ti.57b, Arist.HA616a27;
τῇ μασήσει Thphr.CP6.9.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ μασήσει Thphr.CP6.9.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαθραύω — (Α) [θραύω] κατα συντρίβω, καταθρυμματίζω … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek